- πρωτεομυξίδια
- τα, Νζωολ. υποσυνομοταξία ακτινόποδων πρωτοζώων που τα περισσότερα είναι παράσιτα τών φυκών και άλλων υδρόβιων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. proteomyxa < proteo- (βλ. Πρωτεύς) + -myxa (< μύξα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.